Σε σημερινό άρθρο του στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» ο κ. Νίκος Μουζέλης επιχειρεί να αντικρούσει ένα εξαιρετικό άρθρο του κ. Δημήτρης Κωνσταντινίδη, (με το οποίο αυτός απαντούσε σε άρθρο του κ. Νάσου Βαγενά στην ίδια εφημερίδα), και γράφει τα εξής:
[Ο K.Δ. υποστηρίζει την τωρινή στρατηγική των ισραηλινών δυνάμεων εναντίον της Χεζμπολάχ με, μεταξύ άλλων, το εξής επιχείρημα: «γιατί άραγε πρέπει το Ισραήλ να ανέχεται μια παραστρατιωτική οργάνωση (Χεζμπολάχ) στα σύνορά της η οποία βομβαρδίζει ισραηλινές πόλεις, σκοτώνει ή απάγει ισραηλινούς στρατιώτες και πολίτες; Τι θα ζητούσε ας πούμε ο N. Βαγενάς από την κυβέρνησή μας να κάνει, αν κάποια «σλαβομακεδονική απελευθερωτική οργάνωση» εγκατεστημένη στη Νότια Βουλγαρία βομβάρδιζε τη Θεσσαλονίκη;»
Αν λάβουμε όμως υπόψη μας την ιστορική διάσταση της αραβοϊσραηλινής διαμάχης, το υποθετικό παράδειγμα του K.Δ. είναι μάλλον ατυχές. Μια σλαβομακεδονική οργάνωση σήμερα δεν θα μπορούσε να στηρίξει τη δράση της σε μια αρχική αδικία που είναι τόσο προφανής όσο αυτή που έγινε εις βάρος των Παλαιστινίων].
Η δε «αρχική αδικία» κατά τον κ. Μουζέλη συνίσταται στο ότι «η ίδρυση του ισραηλινού κράτους βασίστηκε σε παραχώρηση εδαφών που για γενιές ανήκαν σε Αραβες Παλαιστινίους» και σε μια χρονική περίοδο που «σύμφωνα με επίσημους υπολογισμούς, ο εβραϊκός πληθυσμός δεν ξεπέρασε το 20% του ολικού πληθυσμού».
Ωστόσο το υποθετικό παράδειγμα, που αναφέρει ο κ. Κωνσταντινίδης, δεν είναι καθόλου «ατυχές»! Τουναντίον, τα όσα γράφει ο κ. Δημήτρης Λιθοξόου στο βιβλίο του «Μειονοτικά ζητήματα και εθνική συνείδηση στην Ελλάδα», Β΄ έκδοση, εκδ. «Λεβιάθαν», αποδεικνύουν «του λόγου το αληθές» σε ότι αφορά το πιο πάνω υποθετικό παράδειγμα του κ. Κωνσταντινίδη.
Στις αρχές του εικοστού αιώνα η Μακεδονία διοικητικά ήταν χωρισμένη στα βιλαέτια Θεσσαλονίκης, Μοναστηρίου και Κοσόβου ή Σκοπίων. Οι ειδήσεις για τη γλώσσα των κατοίκων αυτών των επαρχιών προέρχονταν από περιηγητικά κείμενα, «εθνολογικές μελέτες», δημοσιογραφικές αποστολές, εκτιμήσεις προξένων ή κληρικών. Οι λαοί της Μακεδονίας είχαν για μητρική τους γλώσσα τα σλαβομακεδονικά, τα βουλγάρικα, τα τούρκικα, τα ελληνικά, τα αλβανικά, τα βλάχικα, τα ισπανοεβραίικα και τα γύφτικα. Όσοι ασχολούνταν με το εμπόριο ή είχαν σχέσεις με τη διοίκηση, ήταν δίγλωσσοι ή και πολύγλωσσοι. Η Μακεδονία ήταν ένα γλωσσικό μωσαϊκό, ένας βαλκανικός πύργος της Βαβέλ.
Η επίσημη οθωμανική απογραφή του 1904 πραγματοποιείται κατά την ένοπλη φάση του λεγόμενου «Μακεδονικού Αγώνα». Τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων, κυρίως της Ρωσίας, της Αυστρίας και της Μεγάλης Βρετανίας, συναρτούν τη λύση του Μακεδονικού με τη συνολική έκβαση του «Ανατολικού Ζητήματος». Οι εθνικές αστικές τάξεις των βαλκανικών χωρών θέτουν το αίτημα του κατακερματισμού του ιστορικού αυτού χώρου και τη διανομή των εδαφών στα κράτη κληρονόμους του μεγάλου ασθενούς. Κάθε πλευρά διεκδικεί γι’ αυτήν τα μέγιστα. Ο σχεδιασμός των νέων συνόρων, των σφαιρών επιρροής, των καινούργιων αγορών έχει αρχίσει. Οι ιδιωτικές στατιστικές αυτής της περιόδου, παραγγελία ως επί το πλείστον των αντιμαχόμενων παρατάξεων σε δυτικοευρωπαίους ή βαλκάνιους «μακεδονολόγους», στηρίζονται σε κατασκευασμένες πληροφορίες, εξυπηρετούν εθνικές προπαγάνδες και κρατικά συμφέροντα. Είναι όπλα ιδεολογικού πολέμου και όχι επιστημονικές μελέτες.
Η απογραφή του Χιλμή, όπως έμεινε στην ιστορία η επίσημη οθωμανική απογραφή του 1904, από το όνομα του τότε γενικού επιθεωρητή των ευρωπαϊκών βιλαετίων (και αργότερα μεγάλου βεζύρη) Χιλμή Χουσεΐν Πασά, αποτελεί την μόνη έγκυρη πηγή της εποχής για την κατανομή του πληθυσμού κατά θρησκεία και γλώσσα. Έγινε υπό την επίβλεψη Ρώσων και Αυστριακών αξιωματικών και προβλέπονταν από το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που είχαν αποφασίσει υπέρ των χριστιανών κατοίκων της Μακεδονίας το 1903 στο Murzteg οι αυτοκράτορες της Αυστροουγγαρίας και Ρωσίας και αποδέχτηκαν οι κυβερνήσεις της Αγγλίας, Γαλλίας, Γερμανίας και Ιταλίας.
Τα συγκεντρωτικά αποτελέσματά της δημοσιεύτηκαν στην τουρκική εφημερίδα ASR της Θεσσαλονίκης (Νο 994 του 1904) και αναδημοσιεύτηκαν στα έργα των Giov. Amadori - Virgili (“La Questione Rumeliota e la politika Italiana”, Bitonto 1908) και D. M. Brancoff (“La Macedoine et la population chretienne”, Paris, 1905).
Σύμφωνα λοιπόν με αυτήν την πρώτη και κάτω από διεθνή έλεγχο απογραφή του Χιλμή Πασά οι ελληνόφωνοι ορθόδοξοι αποτελούσαν μια μειοψηφία, που ανέρχονταν μόλις στο 10% του συνολικού πληθυσμού της Μακεδονίας.
Το ερώτημα, συνεπώς, για τον κ. Μουζέλη προβάλει αμείλικτο:
Πιστεύει, πλέον, σοβαρά ότι πρέπει να αποκατασταθεί η «αρχική αδικία» και για την «σλαβομακεδονική απελευθερωτική οργάνωση» στο υποθετικό παράδειγμα του κ. Κωνσταντινίδη;
Comments