[Δημοσιεύτηκε και στην ιστοσελίδα του "Σχεδίου Β"]
http://www.sxedio-b.gr/index.php/articles/item/773-for-euro
Προβάλλεται μετ΄ επιτάσεως το επιχείρημα, ότι για την ουσιαστική πτώχευση της Ελλάδας δεν ευθύνεται το ευρώ, αλλά το γεγονός ότι στην Ελλάδα δεν έγιναν οι απαραίτητες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για την εξάλειψη των στρεβλώσεων και την απελευθέρωση της οικονομίας της. Συνοπτικά λέγεται, ότι δεν ευθύνεται το ευρώ για την ουσιαστική πτώχευση της Ελλάδας, αλλά η απουσία διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στην οικονομία. Είναι όμως έτσι;
Καταρχάς,
το λεγόμενο «ευρωπαϊκό οικοδόμημα», που βασίστηκε σ’ έναν ήπιο
(σοσιαλδημοκρατικό) «κονστρουκτιβιστικό ορθολογισμό», δηλαδή την αλαζονική
εμπιστοσύνη στη δύναμη του ορθού λόγου, που δεν λαμβάνει υπόψη και περιφρονεί
κάθε κοινωνικοπολιτική διαδικασία «αυθόρμητης τάξης» (δείτε εδώ), αποδεικνύεται σήμερα, ότι
προκάλεσε καταστροφικά αποτελέσματα όχι μόνο στην οικονομία αλλά και στην
δημοκρατία στην Ευρώπη. Ολόκληρη σχεδόν η λιμπεραλιστική αγγλοσαξωνική διανόηση
(Hayek,
Friedman
κλπ) προειδοποιούσε για την αποτυχία του ευρώ. Η ευρωζώνη καταρρέει, επειδή
οικοδομήθηκε πέρα από κάθε πολιτική και οικονομική λογική σε χώρες που έχουν
διαρθρωτική ανομοιογένεια των οικονομιών τους, θεσμικές και πολιτισμικές
διαφορές και μεγάλες αποκλίσεις στα συστήματα αξιών των πολιτών τους. Η
ευρωπαϊκή νομισματική ένωση δεν αποτέλεσε δημιούργημα κοινωνικοπολιτικών
διεργασιών «αυθόρμητης τάξης» αλλά εντολών και διαταγών άνωθεν πολιτικών και γραφειοκρατών, με αποτέλεσμα να
μην υπόκειται και σε οποιαδήποτε άνωθεν λειτουργική διορθωτική, οικονομική και
πολιτική παρέμβαση. Η κατάργηση των εθνικών μονοπωλίων χρήματος των επιμέρους
χωρών και η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού μονοπωλίου χρήματος δεν μπορεί ποτέ, να
θεωρηθεί θετικό γεγονός, επειδή, όπως κάθε μονοπώλιο, καταργεί τον ανταγωνισμό
για την κατάκτηση της εμπιστοσύνης των πολιτών και στην προκείμενη περίπτωση
των ανταγωνισμό μεταξύ των εθνικών νομισμάτων.
Η
διαρθρωτική ανομοιογένεια των οικονομιών της ευρωζώνης, οι θεσμικές και
πολιτισμικές διαφορές μεταξύ τους και οι μεγάλες αποκλίσεις στα συστήματα αξιών
των πολιτών της με την συνεπακόλουθη κατάργηση του ανταγωνισμού μεταξύ των
εθνικών νομισμάτων και την απώλεια άσκησης οποιασδήποτε εθνικής νομισματικής
πολιτικής, οδήγησαν στα σημερινά τραγικά αδιέξοδα. Οι περισσότερο πειθαρχημένες
χώρες του Βορρά βασίλευσαν ως «μονόφθαλμοι» μέσα στην ευρωζώνη, καρπούμενες με
τις εξαγωγές τους τον φθηνό και τεράστιο δανεισμό των αγορών στις λιγότερο
παραγωγικές χώρες της περιφέρειας της ευρωζώνης. Εάν επρόκειτο οι χώρες του
Νότου της ευρωζώνης, να γίνουν κάποτε το ίδιο παραγωγικές με τις χώρες του
Βορρά, αυτό είχε ασύγκριτα μεγαλύτερες πιθανότητες να συμβεί, αυξάνοντας την
παραγωγικότητά τους και διατηρώντας τα εθνικά τους νομίσματα, που υπόκειντο
στον διεθνή ανταγωνισμό και απέτρεπαν έτσι τον πειρασμό του εύκολου διεθνούς
δανεισμού των αγορών, που προκλήθηκε σ’ αυτές από την ψευδαίσθηση ισχύος και
μεγαλείου, ως αποτέλεσμα της δημιουργίας της ευρωζώνης.
Πέρα
απ’ αυτά, αποδείχθηκε παντελώς έωλο το επιχείρημα καλοπροαίρετων υποστηρικτών
της υιοθέτησης του ευρώ, ότι οι εγχώριες κρατικοδίαιτες παρεοκρατικές ελίτ θα
εξαναγκάζονταν δήθεν με την εισαγωγή του, να προβούν σε διαρθρωτικές αλλαγές
και μεταρρυθμίσεις για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας και της
παραγωγικότητας, την ώρα μάλιστα που αυτές οι ίδιες ελίτ πριν την εισαγωγή του
με νύχια και με δόντια αντιστέκονταν σ’ αυτές, παρά την ισχυρή τότε πίεση των
διεθνών αγορών. Συμπερασματικά, η ένταξη στην ευρωζώνη, καθιστώντας, όπως πιο
πάνω, εύκολο τον διεθνή δανεισμό του εγχώριου μικρο-πελατειακού «απέραντου
κρατικού οικοδομήματος» (δείτε
εδώ, σελ. 154, Κ. Μαρξ, «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη»)
και
του εγχώριου μεγάλου παρασιτικού κεφαλαίου της ολιγαρχίας των τραπεζιτών και
των κρατικοδίαιτων επιχειρηματιών, αποτέλεσε το μάννα εξ ουρανού γι’ αυτούς,
καθώς διευκόλυνε τα μέγιστα την διαιώνιση της συμπαιγνίας τους σε βάρος της Πατρίδας
και των Πολιτών της, εδραιώνοντας την παρουσία τους.
Προκειμένου
να καταδειχθεί ανάγλυφα, ο οικονομικός παραλογισμός πίσω από την υιοθέτηση του
κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος από τις χώρες της ευρωζώνης, ας λάβουμε ως υπόθεση
εργασίας, ότι όλες αυτές οι χώρες έχουν προβεί στις λεγόμενες διαρθρωτικές
αλλαγές στις οικονομίες τους και έτσι σε θεσμικό οικονομικό επίπεδο
διαρθρωτικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων δεν διαφέρουν μεταξύ τους. Ας
υποθέσουμε, δηλαδή, συνοπτικά, ότι όλα τα κράτη μέλη της ήταν σε θεσμικό
οικονομικό επίπεδο «νεοφιλελεύθερες οάσεις»! Το επιχείρημα, που προβάλλεται σ’
αυτή την περίπτωση, είναι ότι η ευρωζώνη δεν θα αντιμετώπιζε κανένα απολύτως
πρόβλημα, γιατί, έτσι, εφόσον δεν θα υπήρχε το πρόβλημα των θεσμικά
καθυστερημένων χωρών της ευρωζώνης, δεν θα επέρχονταν και η κρίση, που ενέκυψε σ' αυτές.
Παρίσταται όμως λογικά αδύνατο, να ισχύει αυτό το επιχείρημα
στην αμέσως πιο πάνω υπόθεση εργασίας. Για τον απλούστατο λόγο, ότι όλες οι
χώρες μπορούν κάλλιστα να έχουν τα ίδια «μυαλά», αλλά δεν μπορούν, να έχουν και
τις ίδιες παραγωγικές δυνατότητες!
Οι εμπορικές ανταλλαγές μεταξύ διαφορετικών περιφερειών μιας
νομισματικής ένωσης μόνο τυχαία μπορούν, να εξισορροπούνται συστηματικά με
αποτέλεσμα, κάποιες περιφέρειες να είναι μόνιμα πλεονασματικές σε σχέση με
άλλες μόνιμα ελλειμματικές.
Στο πλαίσιο λοιπόν αυτό, τα πρώτα οκτώ πρώτα χρόνια της
ευρωζώνης οι πλεονασματικές και πιο παραγωγικές χώρες της, με πρώτη τη
Γερμανία, στράγγιζαν από ενδογενή ζήτηση για την εγχώρια παραγωγή τις λιγότερο
παραγωγικές και ελλειμματικές χώρες της ευρωζώνης. Οι τελευταίες είχαν μόνη
καταφυγή τους πλέον τον φθηνό τότε διεθνή δανεισμό, ώστε να καλύπτουν τα
ελλείμματά τους, και συνεπακόλουθα τον βασισμένο στα χρέη αυτά καταναλωτισμό.
Δύο μόνο λύσεις θα υπήρχαν ενδεχομένως, ώστε να μην «σπάσει»
η ευρωζώνη στα εξ ων συνετέθη: Είτε μια συνεχής εσωτερική υποτίμηση στις
ελλειμματικές περιφέρειες, είτε ένας "μηχανισμός ανακύκλωσης πλεονασμάτων"
("surplus recycling mechanism"), που θα παίρνει μέρος των πλεονασμάτων από τις
πλεονασματικές περιφέρειες και θα τα μεταβιβάζει/επενδύει στις ελλειμματικές.
Το πρόβλημα όμως με την εσωτερική υποτίμηση είναι ότι (α)
δημιουργεί τάσεις ύφεσης και (β) αποτυγχάνει να εξισορροπήσει το χρέος των
ελλειμματικών περιφερειών, όταν έχει ήδη ξεσπάσει η ύφεση.
Γι αυτό το λόγο χωρίς ένα «μηχανισμό ανακύκλωσης
πλεονασμάτων», καμία νομισματική ένωση δεν μπορεί να επιβιώσει, όσο
«νεοφιλελεύθερα» κι αν είναι ή προσπαθήσουν, να γίνουν τα μέλη της.
Το μεγαλύτερο όμως ζήτημα που γεννάται με τη ευρωζώνη, είναι
κατά πόσο είναι εφικτός κοινωνικοπολιτικά ένας τέτοιος «μηχανισμός ανακύκλωσης
πλεονασμάτων», που σημειωτέον δεν μπορεί, να επιβληθεί άνωθεν από τους
ευρωκράτες, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των πολιτών της ένωσης, πολύ περισσότερο
μάλιστα, όταν αυτός προσιδιάζει μόνο σε έθνη-κράτη και λειτουργεί μεταξύ των
περιφερειών τους και όχι μεταξύ κρατών-εθνών με τεράστιες πολιτισμικές,
γλωσσικές κλπ διαφορές. Κατά τη γνώμη μου είναι αδύνατος, χωρίς χρονοβόρες
κοινωνικοπολιτικές διαδικασίες “αυθόρμητης τάξης” (Hume, Hayek).
Το
συμπέρασμα δεν μπορεί λοιπόν να είναι άλλο, παρά αυτό που έγραψε, ήδη από το
1833-1835, ο μεγάλος λιμπεραλιστής διανοητής Αλέξης Ντε Τοκβίλ:
[Υπάρχει
κάτι που διευκολύνει τεράστια, στις Ηνωμένες Πολιτείες, την ύπαρξη της
ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Οι διάφορες πολιτείες έχουν όχι μόνο τα ίδια σχεδόν
συμφέροντα, την ίδια καταγωγή και την ίδια γλώσσα, αλλά και τον ίδιο βαθμό
πολιτισμού· πράγμα που σχεδόν πάντοτε καθιστά τη συμφωνία μεταξύ τους εύκολη.
Δεν ξέρω κανένα ευρωπαϊκό έθνος, και το μικρότερο ακόμη, που να μην παρουσιάζει
μια λιγότερο ομοιογενή όψη στα διάφορα μέρη του από τον αμερικανικό λαό, που η
έκτασή του είναι όσο η μισή Ευρώπη.
Τετρακόσιες
λεύγες περίπου χωρίζουν την πολιτεία του Μαίην από την πολιτεία της Γεωργίας.
Υπάρχει εν τούτοις λιγότερη διαφορά ανάμεσα στον πολιτισμό του Μαίην και σ’
αυτόν της Γεωργίας απ’ όση ανάμεσα στον πολιτισμό της Νορμανδίας και σ’ αυτόν
της Βρετάνης. Το Μαίην και η Γεωργία, που βρίσκονται στα δύο άκρα μιας πελώριας
επικράτειας, έχουν φυσιολογικά περισσότερη ευκολία να σχηματίσουν συνομοσπονδία
απ’ όσο η Νορμανδία και η Βρετάνη, που τις χωρίζει μόνο ένα ρυάκι.
……………………………………Ο λαός που, μπροστά στις μεγάλες στρατιωτικές μοναρχίες της Ευρώπης, θα δεχτεί να τεμαχίσει την κυριαρχία του, θα παραιτηθεί, πιστεύω, με την ενέργεια αυτή, από την εξουσία του, και ίσως από την υπόσταση και το όνομά του.]1
1. (Αλέξης
Ντε Τοκβίλ, «Η Δημοκρατία στην Αμερική», εκδ. «Στοχαστής», τόμος
Α΄, μέρος Ι, κεφάλαιο VIII,
σελ. 179-182)
Comments