Δημοσιεύτηκε στο "Ριζοσπάστη", στο πλαίσιο του προσυνεδριακού διαλόγου για το 19ο Συνέδριο του ΚΚΕ, την Παρασκευή 29 Μάρτη 2013.
Φίλες και φίλοι
Ο Καρλ Μαρξ στο έργο του «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη», (εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 1976, σελ 66-67) έγραφε:
[Καταλαβαίνει κανείς αμέσως ότι σε μια χώρα σαν τη Γαλλία, όπου η εκτελεστική εξουσία διαθέτει έναν υπαλληλικό στρατό με πάνω από μισό εκατομμύριο άτομα, δηλαδή διατηρεί συνεχώς κάτω από την πιο απόλυτη εξάρτησή της μια τεράστια μάζα από συμφέροντα και υπάρξεις, όπου το κράτος περιβάλλει, ελέγχει, ρυθμίζει, επιτηρεί και κηδεμονεύει την αστική κοινωνία από τις πιο πλατιές εκδηλώσεις της ζωής της ως τις πιο ασήμαντες κινήσεις της, από τους πιο γενικούς τρόπους της ζωής της ως την ιδιωτική υπόσταση των ατόμων, όπου το παρασιτικό αυτό σώμα αποκτά με τον πιο άκρο συγκεντρωτισμό τη δυνατότητα να είναι πανταχού παρόν, να είναι παντογνώστης και να έχει μια μεγάλη ικανότητα κίνησης και μια ελαστικότητα που το ανάλογό της υπάρχει μόνο στην απόλυτη έλλειψη αυτοτέλειας και στην πλαδαρή αμορφία του πραγματικού κοινωνικού σώματος – είναι φανερό πως σε μια τέτοια χώρα η εθνοσυνέλευση, μαζί με το δικαίωμα να διαθέτει τις υπουργικές θέσεις, έχανε και κάθε πραγματική επιρροή, αν δεν απλοποιούσε ταυτόχρονα τη διοίκηση του κράτους, αν δε λιγόστευε όσο έπαιρνε το στρατό των υπαλλήλων και αν τέλος, δεν επέτρεπε στην αστική κοινωνία και στην κοινή γνώμη να δημιουργήσουν τα δικά τους, ανεξάρτητα από την κυβερνητική εξουσία όργανα. Αλλά το υλικό συμφέρον της γαλλικής αστικής τάξης είναι ακριβώς πολύ στενά συνυφασμένο με τη διατήρηση αυτής της πλατιάς και πολύκλαδης κρατικής μηχανής. Σ’ αυτή βρίσκει θέσεις για τον υπεράριθμο πληθυσμό της και συμπληρώνει με τη μορφή των κρατικών μισθών ότι δε μπορεί να τσεπώσει με τη μορφή του κέρδους, των τόκων, του εισοδήματος και των αμοιβών. Από την άλλη μεριά, το πολιτικό της συμφέρον την ανάγκασε μέρα με τη μέρα να εντείνει την καταπίεση, δηλ. τα μέσα και το προσωπικό της κρατικής εξουσίας, ενώ ταυτόχρονα είναι υποχρεωμένη να κάνει έναν αδιάκοπο πόλεμο ενάντια στην κοινή γνώμη, και να κολοβώνει και να παραλύει με δυσπιστία τα αυτοτελή όργανα κίνησης της κοινωνίας, όταν δεν κατορθώνει να τα ακρωτηριάζει ολότελα. Έτσι η γαλλική αστική τάξη ήταν, απ’ αυτή την ταξική της θέση, αναγκασμένη από τη μια μεριά να εκμηδενίζει τους όρους της ζωής κάθε κοινοβουλευτικής εξουσίας, συνεπώς και της δικής της κοινοβουλευτικής εξουσίας, κι από την άλλη μεριά να κάνει ακατάβλητη την εχθρική της εκτελεστική εξουσία.]
Ο Καρλ Μαρξ στο έργο του «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη», (εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 1976, σελ 66-67) έγραφε:
[Καταλαβαίνει κανείς αμέσως ότι σε μια χώρα σαν τη Γαλλία, όπου η εκτελεστική εξουσία διαθέτει έναν υπαλληλικό στρατό με πάνω από μισό εκατομμύριο άτομα, δηλαδή διατηρεί συνεχώς κάτω από την πιο απόλυτη εξάρτησή της μια τεράστια μάζα από συμφέροντα και υπάρξεις, όπου το κράτος περιβάλλει, ελέγχει, ρυθμίζει, επιτηρεί και κηδεμονεύει την αστική κοινωνία από τις πιο πλατιές εκδηλώσεις της ζωής της ως τις πιο ασήμαντες κινήσεις της, από τους πιο γενικούς τρόπους της ζωής της ως την ιδιωτική υπόσταση των ατόμων, όπου το παρασιτικό αυτό σώμα αποκτά με τον πιο άκρο συγκεντρωτισμό τη δυνατότητα να είναι πανταχού παρόν, να είναι παντογνώστης και να έχει μια μεγάλη ικανότητα κίνησης και μια ελαστικότητα που το ανάλογό της υπάρχει μόνο στην απόλυτη έλλειψη αυτοτέλειας και στην πλαδαρή αμορφία του πραγματικού κοινωνικού σώματος – είναι φανερό πως σε μια τέτοια χώρα η εθνοσυνέλευση, μαζί με το δικαίωμα να διαθέτει τις υπουργικές θέσεις, έχανε και κάθε πραγματική επιρροή, αν δεν απλοποιούσε ταυτόχρονα τη διοίκηση του κράτους, αν δε λιγόστευε όσο έπαιρνε το στρατό των υπαλλήλων και αν τέλος, δεν επέτρεπε στην αστική κοινωνία και στην κοινή γνώμη να δημιουργήσουν τα δικά τους, ανεξάρτητα από την κυβερνητική εξουσία όργανα. Αλλά το υλικό συμφέρον της γαλλικής αστικής τάξης είναι ακριβώς πολύ στενά συνυφασμένο με τη διατήρηση αυτής της πλατιάς και πολύκλαδης κρατικής μηχανής. Σ’ αυτή βρίσκει θέσεις για τον υπεράριθμο πληθυσμό της και συμπληρώνει με τη μορφή των κρατικών μισθών ότι δε μπορεί να τσεπώσει με τη μορφή του κέρδους, των τόκων, του εισοδήματος και των αμοιβών. Από την άλλη μεριά, το πολιτικό της συμφέρον την ανάγκασε μέρα με τη μέρα να εντείνει την καταπίεση, δηλ. τα μέσα και το προσωπικό της κρατικής εξουσίας, ενώ ταυτόχρονα είναι υποχρεωμένη να κάνει έναν αδιάκοπο πόλεμο ενάντια στην κοινή γνώμη, και να κολοβώνει και να παραλύει με δυσπιστία τα αυτοτελή όργανα κίνησης της κοινωνίας, όταν δεν κατορθώνει να τα ακρωτηριάζει ολότελα. Έτσι η γαλλική αστική τάξη ήταν, απ’ αυτή την ταξική της θέση, αναγκασμένη από τη μια μεριά να εκμηδενίζει τους όρους της ζωής κάθε κοινοβουλευτικής εξουσίας, συνεπώς και της δικής της κοινοβουλευτικής εξουσίας, κι από την άλλη μεριά να κάνει ακατάβλητη την εχθρική της εκτελεστική εξουσία.]
Αντικαθιστώντας στο πιο πάνω απόσπασμα τις λέξεις «Γαλλία» και «γαλλική» με τις λέξεις «Ελλάδα» και «ελληνική», έχετε μια πληρέστατη περιγραφή του κυρίαρχου (μετεμφυλιακά τουλάχιστον) κοινωνικοπολιτικού μοντέλου στην Ελλάδα: Το όνομά του είναι «κορπορατίστικος παρεοκρατικός καπιταλισμός» (corporate crony capitalism), δηλαδή η συμπαιγνία ενός "απέραντου κρατικού οικοδομήματος" με το μεγάλο παρασιτικό κεφάλαιο.
Η κοινωνική διαστρωμάτωση της εκλογικής βάσης του ΚΚΕ (εργάτες, αυτοαπασχολούμενοι, άνεργοι, μικροσυνταξιούχοι, μικρομεσαίοι επιχειρηματίες) ελάχιστη σχέση έχει με τα κρατικοδίαιτα μικρά και μεγάλα παρεοκρατικά προσοδοθηρικά παρασίτα της εκλογικής βάσης των υπόλοιπων κομμάτων. Αυτή δε είναι και η δύναμη στην οποία το ΚΚΕ μπορεί, να στηριχτεί και να αποτελέσει τον κύριο πολιτικό φορέα της οικοδόμησης της πραγματικής πολιτικής και οικονομικής αλλαγής στην Ελλάδα.
Προϋπόθεση γι’ αυτό θεωρώ, ότι αποτελεί η αποδοχή από το ΚΚΕ, πως μόνο μέσω των δημοκρατικών θεσμών και της οικονομίας αγοράς είναι δυνατόν, η αέναη κατά τη γνώμη μου "ανταρσία των νεώτερων παραγωγικών δυνάμεων" (βλ. «Κομμουνιστικό Μανιφέστο») να εξελίσσεται πάντοτε κι όσο το δυνατόν περισσότερο υπέρ των εργαζομένων, ώστε κάποτε να έρθει εκείνη η «ανώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας», όπου «…θα έχουν εξαφανιστεί η υποδουλωτική υποταγή των ατόμων στην κατανομή της εργασίας, και μαζί της και η αντίθεση μεταξύ της διανοητικής και της χειρωνακτικής εργασίας˙ όταν η εργασία δεν θα αποτελεί μόνον ένα μέσο για να ζήσει κανένας, αλλά γίνει μια ζωτική ανάγκη πρωταρχικής σημασίας˙ όταν, μαζί με την πολύπλευρη ανάπτυξη των ατόμων, οι παραγωγικές δυνάμεις αυξηθούν επίσης και όλες οι πηγές του συλλογικού πλούτου ξεπηδήσουν μ’ αφθονία, τότε μόνο ο στενός ορίζοντας του δικαίου των αστών θα έχει ξεπεραστεί τελείως και η κοινωνία θα μπορέσει να γράψει πάνω στις σημαίες της: Από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητες του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του» (βλ. Καρλ Μαρξ, «Κριτική του προγράμματος της Γκότα»).
Συνεπώς το ΚΚΕ θα πρέπει, να αφήσει κατά μέρος τη θέση του για «κυβέρνηση της λαϊκής εξουσίας», που δεν σημαίνει τίποτα άλλο και εύλογα για το εκλογικό σώμα, παρά την αποθέωση και την εξιδανίκευση ενός «απέραντου κρατικού οικοδομήματος» ως εναλλακτικής πρότασης εξουσίας. Η αμέσως πιο πάνω θέση του ΚΚΕ είναι παντελώς χρεοκοπημένη στην συνείδηση του λαού. Οι θέσεις του πρέπει, να είναι δημοκρατία, οικονομία της αγοράς, άμεση έξοδος από την ευρωζώνη, μονομερής και ολοσχερής διαγραφή του χρέους των πολιτών στις τράπεζες και του δημόσιου στους δανειστές. Και πάνω σ' αυτές τις θέσεις να οικοδομήσει τις πολιτικές και κοινωνικές του συμμαχίες.
Διαφορετικά οι κομμουνιστές στην Ελλάδα, για να δανειστώ μια φράση από την εισαγωγή (Νοέμβρης 1944) του Γιάννη Κορδάτου στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», θα «…μείνουν στο περιθώριο σαν αιρετικοί και αδιάλλαχτοι δογματικοί…». Κι όντας έτσι καταντημένοι στην σημερινή Ελλάδα, ας είναι βέβαιοι, ότι θα έχουν ουσιαστικά παραδώσει μετά τον εμφύλιο για άλλη μια φορά τα πραγματικά όπλα τους στην μετεμφυλιακή ποικιλώνυμη κυβερνώσα φασιστοειδή παρεοκρατία και τα πολιτικά, οικονομικά και μιντιακά εξαπτέρυγά της, προκειμένου να συνεχίσει απερίσπαστη το "εθνοσωτήριο" έργο της.
Κατά τα άλλα, όπως λέει και το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», η αστική τάξη «βρίσκεται στην ανάγκη να κάνη έκκληση στο προλεταριάτο, να του ζητά τη βοήθειά του και να το τραβά έτσι στην πολιτική κίνηση».
Το κείμενο, λοιπόν, αυτό, το υπογράφει ένα μέλος της, ένας αστός επαναστάτης.
Γιώργος Μπούρχας
Δικηγορος
Αγ. Σπυρίδωνος 2 – ΤΚ 30002
Βόνιτσα – Αιτωλ/νίας
Τηλ. 2643022622 - 6972889108
Προϋπόθεση γι’ αυτό θεωρώ, ότι αποτελεί η αποδοχή από το ΚΚΕ, πως μόνο μέσω των δημοκρατικών θεσμών και της οικονομίας αγοράς είναι δυνατόν, η αέναη κατά τη γνώμη μου "ανταρσία των νεώτερων παραγωγικών δυνάμεων" (βλ. «Κομμουνιστικό Μανιφέστο») να εξελίσσεται πάντοτε κι όσο το δυνατόν περισσότερο υπέρ των εργαζομένων, ώστε κάποτε να έρθει εκείνη η «ανώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας», όπου «…θα έχουν εξαφανιστεί η υποδουλωτική υποταγή των ατόμων στην κατανομή της εργασίας, και μαζί της και η αντίθεση μεταξύ της διανοητικής και της χειρωνακτικής εργασίας˙ όταν η εργασία δεν θα αποτελεί μόνον ένα μέσο για να ζήσει κανένας, αλλά γίνει μια ζωτική ανάγκη πρωταρχικής σημασίας˙ όταν, μαζί με την πολύπλευρη ανάπτυξη των ατόμων, οι παραγωγικές δυνάμεις αυξηθούν επίσης και όλες οι πηγές του συλλογικού πλούτου ξεπηδήσουν μ’ αφθονία, τότε μόνο ο στενός ορίζοντας του δικαίου των αστών θα έχει ξεπεραστεί τελείως και η κοινωνία θα μπορέσει να γράψει πάνω στις σημαίες της: Από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητες του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του» (βλ. Καρλ Μαρξ, «Κριτική του προγράμματος της Γκότα»).
Συνεπώς το ΚΚΕ θα πρέπει, να αφήσει κατά μέρος τη θέση του για «κυβέρνηση της λαϊκής εξουσίας», που δεν σημαίνει τίποτα άλλο και εύλογα για το εκλογικό σώμα, παρά την αποθέωση και την εξιδανίκευση ενός «απέραντου κρατικού οικοδομήματος» ως εναλλακτικής πρότασης εξουσίας. Η αμέσως πιο πάνω θέση του ΚΚΕ είναι παντελώς χρεοκοπημένη στην συνείδηση του λαού. Οι θέσεις του πρέπει, να είναι δημοκρατία, οικονομία της αγοράς, άμεση έξοδος από την ευρωζώνη, μονομερής και ολοσχερής διαγραφή του χρέους των πολιτών στις τράπεζες και του δημόσιου στους δανειστές. Και πάνω σ' αυτές τις θέσεις να οικοδομήσει τις πολιτικές και κοινωνικές του συμμαχίες.
Διαφορετικά οι κομμουνιστές στην Ελλάδα, για να δανειστώ μια φράση από την εισαγωγή (Νοέμβρης 1944) του Γιάννη Κορδάτου στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», θα «…μείνουν στο περιθώριο σαν αιρετικοί και αδιάλλαχτοι δογματικοί…». Κι όντας έτσι καταντημένοι στην σημερινή Ελλάδα, ας είναι βέβαιοι, ότι θα έχουν ουσιαστικά παραδώσει μετά τον εμφύλιο για άλλη μια φορά τα πραγματικά όπλα τους στην μετεμφυλιακή ποικιλώνυμη κυβερνώσα φασιστοειδή παρεοκρατία και τα πολιτικά, οικονομικά και μιντιακά εξαπτέρυγά της, προκειμένου να συνεχίσει απερίσπαστη το "εθνοσωτήριο" έργο της.
Κατά τα άλλα, όπως λέει και το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», η αστική τάξη «βρίσκεται στην ανάγκη να κάνη έκκληση στο προλεταριάτο, να του ζητά τη βοήθειά του και να το τραβά έτσι στην πολιτική κίνηση».
Το κείμενο, λοιπόν, αυτό, το υπογράφει ένα μέλος της, ένας αστός επαναστάτης.
Γιώργος Μπούρχας
Δικηγορος
Αγ. Σπυρίδωνος 2 – ΤΚ 30002
Βόνιτσα – Αιτωλ/νίας
Τηλ. 2643022622 - 6972889108
Comments